- σωκρατικός
- -ή, -ό, / σωκρατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [Σωκράτης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σωκράτη και στη φιλοσοφία του (α. «σωκρατικοί λόγοι» β. «σωκρατική ειρωνεία» γ. «σωκρατική φιλοσοφία»)2. το αρσ. ως ουσ. οι σωκρατικοίοι φιλόσοφοι τής σχολής τού Σωκράτη, οι οπαδοί τής φιλοσοφίας του.επίρρ...σωκρατικῶς Αόπως ο Σωκράτης, σαν τον Σωκράτη.
Dictionary of Greek. 2013.